- λουτία
- λουτίᾱ , λουτιάωwish to bathepres imperat act 2nd sgλουτίᾱ , λουτιάωwish to batheimperf ind act 3rd sg (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
λουτιά — λουτιά, ἡ (Μ) 1. βρομιά, αισχρότητα 2. αρσενοκοιτία. [ΕΤΥΜΟΛ. Συνδέεται πιθ. με το ιταλ. luto «λάσπη» (< λατ. lutum «βόρβορος, πηλός») ή με το λότα*] … Dictionary of Greek
λουτίαν — λουτίᾱν , λουτιάω wish to bathe imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) λουτίᾱν , λουτιάω wish to bathe imperf ind act 1st sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλουτίας — ἀλουτίᾱς , ἀλουτία fem acc pl ἀλουτίᾱς , ἀλουτία fem gen sg (attic doric aeolic) ἀ̱λουτίᾱς , ἀλουτιάω imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) ἀλουτίᾱς , ἀλουτιάω imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)